
Η προσωπική μου δοκιμή στο πολυσυζητημένο CTC, έγινε τέλη Δεκεμβρίου ’16. Ανυπομονούσα είναι η αλήθεια να δω από κοντά τον θαρραλέο νέο σεφ Αλέξανδρο Τσιοτίνη που έβαλε παρωπίδες στην μιζέρια και την ταπείνωση που προσπαθούν να επιβάλλουν στην χώρα μας, κάνοντας το ξεκίνημα του και μοιράζοντας έμπρακτα το πάθος του.
Η φιλοσοφία του CTC βασίζεται μέσα στα γνωστά μοτίβα ενός μινιμαλιστικού εστιατορίου που σκοπός του είναι να κρατά το μάτι αφοσιωμένο στο πιάτο, και λιγότερο στον χώρο. Η ανοικτή κουζίνα, φέρνει τον σεφ με την ομάδα του πιο κοντά στην σάλα η οποία είναι χωρισμένη σε 2 επίπεδα.
Ο Αλέξανδρος φαίνεται να έχει αυτό που χρειάζεται ώστε να συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στην θωράκιση μιας γαστρονομικής φιλοσοφίας στην χώρα (μαζί με αρκετούς άλλους σεφ φυσικά). Η κουζίνα λοιπόν του CTC είναι βασισμένη (κυρίως) σε ελληνικές επιρροές με τεχνικές φερμένες από διάφορα σημεία του πλανήτη. Οι επιλογές στο μενού ήταν 2, που αφορούσαν κυρίως τον αριθμό των πιάτων (9 και 11), και φυσικά το μενού αλα καρτ.
Μέσα από την προσωπική μου δοκιμή ίσως να μην εξεπλάγην με το στήσιμο κάποιων πιάτων ή πολύπλοκων τεχνικών μαγειρικής. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να αφήσω ασχολίαστη την σούπα αστακού η οποία με συγκλόνισε και σίγουρα άξιζε την επίσκεψη για την δοκιμή αυτού και μόνο του πιάτου. Στην εικόνα μου παρακάτω (που μοιάζει με ηφαίστειο) σίγουρα αδικείται! Τα πιάτα που χρησιμοποιεί το εστιατόριο έχουν τη δική τους άποψη και δίνουν μια παιχνιδιάρικη άποψη στο τραπέζι.
Σχεδόν όλα ήταν τόσο όμορφα στολισμένα, φτιάχνοντας ένα «γευστικό κάδρο» αντίστοιχης φιλοσοφίας με κάποια έργα του Β. Καντίνσκι σε μια πιο γήινη παλέτα χρωμάτων.
Στο κυρίως γεύμα, ίσως οι τόσες αντιθέσεις και τοποθετήσεις υλικών να μπέρδευαν τον ουρανίσκο και να σε κάνουν να χάσεις την εστίαση στην βασική ύλη που ήθελε να αναδείξει ο σεφ.
Το service ήταν ευχάριστο, φιλικό και ευδιάθετο, ενώ ο sommelier με κέρδισε τόσο με τις επιλογές κρασιών, τις προσιτές τιμές αλλά κυρίως σαν επαγγελματίας. Πόσο μου είχε λείψει να μιλήσω σε έναν προσγειωμένο sommelier με εκτίμηση – και όχι υπεροψία – απέναντι στο φιλικό προϊόν που αντιπροσωπεύει. Ευχαριστώ για αυτό τον Αλέξανδρο Τριανταφύλλου, sommelier του CTC.
Τέλος θα ήθελα να κλείσω με ένα χαμόγελο από την ευχάριστη βραδιά που έζησα στο CTC. Ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης με κέρδισε σαν σεφ, αλλά κυρίως σαν άνθρωπος για το λίγο που τον γνώρισα και το αληθινό χαμόγελο σε αυτό που κάνει. Πιστεύω πως θα έχουμε να δούμε αρκετά από την μελλοντική του εξέλιξη. Αυτό χρειαζόμαστε.
CTC Urban Gastronomy, Ουμπλιανής 14 & Διοχάρους 27, Αθήνα